- ἀνδρῶδες
- ἀνδρώδηςmanlymasc/fem voc sgἀνδρώδηςmanlyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
моужьскы — (38) нар. Мужественно: не м˫акъко ни слабостию нъ мѹжьскы възьрѣвъ д҃ши ˫ави испьрва. предъсто˫аниѥ. и прочии жизни непоколеблѥма˫а ѡсновани˫а въложи. (ἀῤῥενωπὸν καὶ ἀνδρῶδες) ЖФСт XII, 45; Оуношьскы храборовавъша. и мѹжьскы побѣдивъша злаго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CARDACES — Asiae minoris populi, Polybius et Arrian. Hesych. Κάρδακες οἰ ςτρατευσάμενοι βάρβαροι ὑπὸ Περσῶν καὶ εἰς Α᾿σίαν οὕτω καλοῦσι τοὺς ςτρατιὼτας, ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου. Strab. l. 15. Καλοῦνται δὲ οὗτοι Κάρδακες ἀπὸ κλοπίας τρεφόμενοι. Κάρδα γὰρ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek